- γλαυκοπράσινος
- ίνη , ον голубовато-зелёный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλαυκοπράσινος — η, ο αυτός που έχει χρώμα γλαυκό προς το πράσινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + πράσινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek